συνναύτας

συνναύτας
συνναύτᾱς , συνναύτης
shipmate
masc acc pl
συνναύτᾱς , συνναύτης
shipmate
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνναύτης — και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο 2. μέλος συντεχνίας ψαράδων 3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”